Kirche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kirche | die | Kirchen |
γενική | der | Kirche | der | Kirchen |
δοτική | der | Kirche | den | Kirchen |
αιτιατική | die | Kirche | die | Kirchen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Kirche < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική kirihha < ελληνιστική κοινή κυριακόν < κυριακός αρχαία ελληνική κύριος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Kirche (de) θηλυκό
- (χριστιανισμός) η εκκλησία ως ναός
- Ich gehe jeden Sonntag in die Kirche.
- Πηγαίνω στην εκκλησία κάθε Κυριακή.
- Ich gehe jeden Sonntag in die Kirche.
- (χριστιανισμός) η εκκλησία ως οργάνωση
- katholische Kirche, orthodoxe Kirche
- καθολική εκκλησία, ορθόδοξη εκκλησία
- katholische Kirche, orthodoxe Kirche
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Kirche στη γερμανική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Χριστιανισμός (γερμανικά)