Abendzeitung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Abendzeitung | die | Abendzeitungen |
γενική | der | Abendzeitung | der | Abendzeitungen |
δοτική | der | Abendzeitung | den | Abendzeitungen |
αιτιατική | die | Abendzeitung | die | Abendzeitungen |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Abendzeitung (de) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Abend