ὗς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῡ- σε μονοσύλλαβα, αλλιώς ῠ-
ονομαστική / ς οἱ/αἱ ες, ὗς
      γενική τοῦ/τῆς ός τῶν ῶν
      δοτική τῷ/τῇ ῐ̈́ τοῖς/ταῖς σῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ν τοὺς/τὰς ς, ὕας
     κλητική ! ες, ὗς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ε
γεν-δοτ τοῖν  οῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'δρῦς' όπως «δρῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὗς < → δείτε τη λέξη σῦς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὗς αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]