ἀκούω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀκούω < λείπει η ετυμολογία

ἀκούω

  1. ακούω
    1. (+ γενική προσώπου) ακούω κάποιον που μιλάει
    2. (+ γενική προσώπου + αιτιατική, σπάνια με δύο γενικές) ακούω κάτι από κάποιον
  2. γνωρίζω εξ ακοής
  3. ακούω και καταλαβαίνω
  4. υπακούω
  5. παρακολουθώ τα μαθήματα κάποιου, μελετώ τα έργα κάποιου
  6. (ως παθητικό του λέγω)
    ἤκουον εἶναι πρῶτοι : λεγόταν ότι είναι πρώτοι

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]