ἀεσίφρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀασίφρων
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀεσίφρων τὸ ἀέσιφρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀεσίφρονος τοῦ ἀεσίφρονος
      δοτική τῷ/τῇ ἀεσίφρον τῷ ἀεσίφρον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀεσίφρον τὸ ἀέσιφρον
     κλητική ! ἀέσιφρον ἀέσιφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀεσίφρονες τὰ ἀεσίφρον
      γενική τῶν ἀεσιφρόνων τῶν ἀεσιφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀεσίφροσῐ(ν) τοῖς ἀεσίφροσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀεσίφρονᾰς τὰ ἀεσίφρον
     κλητική ! ἀεσίφρονες ἀεσίφρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀεσίφρονε τὼ ἀεσίφρονε
      γεν-δοτ τοῖν ἀεσιφρόνοιν τοῖν ἀεσιφρόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'εὐδαίμων' όπως «εὐδαίμων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀεσίφρων ή πιο σωστά ἀασίφρων[1] < (ἀάω)[2] + -σί- [3] (Χρειάζεται επιβεβαίωση, σχολιασμό, αν πρόκειται για ένθημα) + -φρων (φρήν)

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀεσίφρων, -ων, ἀέσιφρον

  • ανόητος, μωρός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 183
    εἰσὶν γάρ οἱ παῖδες, ὁ δ᾽ ἔμπεδος οὐδ᾽ ἀεσίφρων.
    Έχει παιδιά και ακέραιον κρατεί τον νουν του ακόμη.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 315 (314-316)
    δαίμονι δ᾽ οἷος ἔησθα, τὸ ἐργάζεσθαι ἄμεινον, | εἴ κεν ἀπ᾽ ἀλλοτρίων κτεάνων ἀεσίφρονα θυμὸν | ἐς ἔργον τρέψας μελετᾷς βίου, ὥς σε κελεύω.
    Όποια κι αν είναι η τύχη σου, είναι καλύτερα να εργάζεσαι, | αν απ᾽ τα ξένα κτήματα την ανόητη καρδιά σου | στρέψεις στην εργασία και για το βιος φροντίζεις, όπως σε προτρέπω.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 646 (646-647)
    Εὖτ᾽ ἂν ἐπ᾽ ἐμπορίην τρέψας ἀεσίφρονα θυμὸν | βούληαι χρέα τε προφυγεῖν καὶ λιμὸν ἀτερπέα,
    Κι αν στο εμπόριο στρέφεις τη μωρή ψυχή σου | και θέλεις τα χρέη να ξεφύγεις και το λιμό τον άχαρο,
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ἀάω

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Ή πιο σωστά ἀασίφρων όπως κατά τον σοφιστή Απολλώνιο (Apollonius Sophista) 1ος/2ος κε Lexicon Homericum [Ομηρικό Λεξικό], ed. Immanuel Bekker, Berlin 1833.
  2. s.v.- ἀάω σελ. 3 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. Όπως στο ομηρικό λεξικό του John Cunliffe στο ἀεσίφρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.