ἀγνοούμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρόνοι Απαρέμφατο μετοχή
Ενεργ. Ενεστώτας

Μέσος Ενεστώτας

ἀγνοεῖν

ἀγνοεῖσθαι

ἀγνοῶν -οῦσα, -οῦν

ἀγνοούμενος -μένη -νον

Ενεργ. Μέλλοντας

Μέσος Μέλλοντας

ἀγνοήσειν

ἀγνοήσεσθαι

ἀγνοήσων, -σα, σον

ἀγνοησόμενος -νη, -ον

Ενεργ. Αόριστος

Μέσος - Παθ. Αόριστος

ἀγνοῆσαι

ἀγνοηθῆναι

ἀγνοήσας -σα, -σαν

ἀγνοηθείς -α-έν

Ενεργ. Παρακείμενος

Μέσος Παρακείμενος

ἠγνοηκέναι

ἠγνοῆσθαι

ἠγνοηκώς -υῖα, -ός

ἠγνοημένος, -η, -ο

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγνοούμενος < ἀγνοέω > ἀγνοῶ (συνηρημένο)

Μετοχή

[επεξεργασία]

ἀγνοούμενος, ἀγνοουμένη, ἀγνοούμενον

→ δείτε τη λέξη  ἀγνοέω