φυγάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φυγάς | οι | φυγάδες |
γενική | του | φυγά | των | φυγάδων |
αιτιατική | τον | φυγά | τους | φυγάδες |
κλητική | φυγά | φυγάδες | ||
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη[1] | ||||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | φυγάς | οι | φυγάδες |
γενική | του/της | φυγάδος | των | φυγάδων |
αιτιατική | τον/τη | φυγάδα | τους/τις | φυγάδες |
κλητική | φυγάς | φυγάδες | ||
Καθαρεύσουα, ιδιόκλιτο, με κάποιους τύπους από την αρχαία κλίση φυγάς. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυγάς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυγάς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fugitif[1])
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυγάς αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει δραπετεύσει ή διαφεύγει τη σύλληψη
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 φυγάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | φυγάς | οἱ/αἱ | φυγάδες |
γενική | τοῦ/τῆς | φυγάδος | τῶν | φυγάδων |
δοτική | τῷ/τῇ | φυγάδῐ | τοῖς/ταῖς | φυγάσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | φυγάδᾰ | τοὺς/τὰς | φυγάδᾰς |
κλητική ὦ! | φυγάς | φυγάδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυγάδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φυγάδοιν | ||
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυγάς < φεύγω (αόριστος βʹ: ἔφυγον) + -άς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυγάς αρσενικό ή θηλυκό
- ο δραπέτης, ο λιποτάκτης
- ⮡ ἀνήρ... φυγὰς εἶναι παρ᾽ ὑμῶν (άνδρας... που είχε λιποτακτήσει από εσάς)
- ⮡ ...φυγάδα πρόδρομον... ([τον έκανες] να τρέχει σαν φυγάς)
- ο εξόριστος
- ⮡ ἀλλ᾽ ἀνάστατος αὐτοῖς ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς
- με ξεσπίτωσαν και με καταδίκασαν στην ποινή της εξορίας
- ⮡ ἀλλ᾽ ἀνάστατος αὐτοῖς ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις φυγή και φεύγω
Πηγές
[επεξεργασία]- φυγάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυγάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δεκάς' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άς (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)