φάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Φάρος, φᾶρος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φάρος οι φάροι
      γενική του φάρου των φάρων
    αιτιατική τον φάρο τους φάρους
     κλητική φάρε φάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φάρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φάρος < αρχαία ελληνική Φάρος (νησί) < αιγυπτιακά: ίσως pr-‘o «μεγάλο σπίτι»
Ένας φάρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfa.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φά‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φάρος αρσενικό

  1. κτίσμα ή εγκατάσταση σε ακρωτήριο, λιμάνι και άλλα σημεία που εκπέμπει τη νύχτα φωτεινά σήματα για να καθοδηγεί τα διερχόμενα πλοία
  2. (μεταφορικά) άτομο, ιδέα ή γεγονός που έχει την ιδιότητα να προσανατολίζει και να καθοδηγεί

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
φάρος (ελληνιστική κοινή) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Φάρος (νησί) < αιγυπτιακά: ίσως pr-‘o «μεγάλο σπίτι»

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
φάρος: με βραχύ άλφα φᾰρος

Ουσιαστικό}}

[επεξεργασία]
  • Δεν δόθηκε η λέξη!