υπάρχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπάρχω < αρχαία ελληνική ὑπάρχω
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]υπάρχω
- έχω υπόσταση, συνιστώ μια οντότητα
- σκέφτομαι, άρα υπάρχω
- ζω
- σε άλλους πλανήτες υπάρχουν άνθρωποι;
- υφίσταμαι
- έντονη ανησυχία υπάρχει για το μέλλον
- βρίσκομαι κάπου
- μήπως υπάρχει βιβλιοπωλείο εδώ κοντά;
- (στον αόριστο, με κατηγορούμενο) διατελώ, είμαι
- ο θείος μου υπήρξε πρόεδρος του σωματείου
- έχω αξία για κάποιον, είμαι κάτι σημαντικό
- το παρελθόν δεν υπάρχει πια για μένα
Εκφράσεις
[επεξεργασία][[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:προς το παρόν το κρύβω)]]
- δεν υπάρχει περίπτωση! : με κανένα τρόπο, αποκλείεται
- υπάρχει τρόπος : γίνεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπάρχω | υπήρχα | θα υπάρχω | να υπάρχω | υπάρχοντας | |
β' ενικ. | υπάρχεις | υπήρχες | θα υπάρχεις | να υπάρχεις | ||
γ' ενικ. | υπάρχει | υπήρχε | θα υπάρχει | να υπάρχει | ||
α' πληθ. | υπάρχουμε | υπήρχαμε | θα υπάρχουμε | να υπάρχουμε | ||
β' πληθ. | υπάρχετε | υπήρχατε | θα υπάρχετε | να υπάρχετε | ||
γ' πληθ. | υπάρχουν(ε) | υπήρχαν υπήρχαν(ε) |
θα υπάρχουν(ε) | να υπάρχουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπήρξα | θα υπάρξω | να υπάρξω | υπάρξει | ||
β' ενικ. | υπήρξες | θα υπάρξεις | να υπάρξεις | ύπαρξε | ||
γ' ενικ. | υπήρξε | θα υπάρξει | να υπάρξει | |||
α' πληθ. | υπήρξαμε | θα υπάρξουμε | να υπάρξουμε | |||
β' πληθ. | υπήρξατε | θα υπάρξετε | να υπάρξετε | υπάρξτε | ||
γ' πληθ. | υπήρξαν υπήρξαν(ε) |
θα υπάρξουν(ε) | να υπάρξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπάρξει | είχα υπάρξει | θα έχω υπάρξει | να έχω υπάρξει | ||
β' ενικ. | έχεις υπάρξει | είχες υπάρξει | θα έχεις υπάρξει | να έχεις υπάρξει | ||
γ' ενικ. | έχει υπάρξει | είχε υπάρξει | θα έχει υπάρξει | να έχει υπάρξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπάρξει | είχαμε υπάρξει | θα έχουμε υπάρξει | να έχουμε υπάρξει | ||
β' πληθ. | έχετε υπάρξει | είχατε υπάρξει | θα έχετε υπάρξει | να έχετε υπάρξει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπάρξει | είχαν υπάρξει | θα έχουν υπάρξει | να έχουν υπάρξει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπάρχω
|