υπάρχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπάρχω < αρχαία ελληνική ὑπάρχω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈpaɾ.xo/

υπάρχω

  1. έχω υπόσταση, συνιστώ μια οντότητα
    σκέφτομαι, άρα υπάρχω
  2. ζω
    σε άλλους πλανήτες υπάρχουν άνθρωποι;
  3. υφίσταμαι
    έντονη ανησυχία υπάρχει για το μέλλον
  4. βρίσκομαι κάπου
    μήπως υπάρχει βιβλιοπωλείο εδώ κοντά;
  5. (στον αόριστο, με κατηγορούμενο) διατελώ, είμαι
    ο θείος μου υπήρξε πρόεδρος του σωματείου
  6. έχω αξία για κάποιον, είμαι κάτι σημαντικό
    το παρελθόν δεν υπάρχει πια για μένα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
[[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:προς το παρόν το κρύβω)]]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]