τζαμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τζαμάς | οι | τζαμάδες |
γενική | του | τζαμά | των | τζαμάδων |
αιτιατική | τον | τζαμά | τους | τζαμάδες |
κλητική | τζαμά | τζαμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /d͡zaˈmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τζα‐μάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζαμάς αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- υαλοθέτης (σπάνιο)