σχισμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σχίσμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχισμή οι σχισμές
      γενική της σχισμής των σχισμών
    αιτιατική τη σχισμή τις σχισμές
     κλητική σχισμή σχισμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σχισμή < αρχαία ελληνική σχισμή < σχίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sçiˈzmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχι‐σμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σχισμή θηλυκό

 συνώνυμα: εσοχή, εγκοπή

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]