στίβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στίβος | οι | στίβοι |
γενική | του | στίβου | των | στίβων |
αιτιατική | τον | στίβο | τους | στίβους |
κλητική | στίβε | στίβοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στίβος < αρχαία ελληνική στίβος < στείβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steibʰ- (1, 2: (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική track)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στίβος αρσενικό
- το τμήμα ενός γηπέδου ή σταδίου, στο οποίο διεξάγονται αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού
- (συνεκδοχικά) τα αγωνίσματα κλασικού αθλητισμού (αγώνες δρόμου, ρίψεων, αλμάτων κ.λπ.) που γίνονται στον στίβο(1)
- (μεταφορικά) το πεδίο ή ο χώρος που διεξάγεται μια δραστηριότητα (πολιτική, καλλιτεχνική κ.λπ.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στείβω