σου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σοῦ

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
σου (αντωνυμία) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σοῦ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /su/ (άτονο)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 1

[επεξεργασία]

σου

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
σου (αντωνυμία): αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας εγώ στη γενική ενικού [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsu/ (τονισμένο)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας 2

[επεξεργασία]

σου ή σού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
σου < (λόγιο δάνειο) γαλλική chou
Έξι σου με κρέμα.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsu/ (τονισμένο)

Ουσιαστικό 1

[επεξεργασία]

σου ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 4

[επεξεργασία]
σου < σ + ⟨ου⟩ για προφορική απαγγελία όπως και τα βου, γου

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsu/ (τονισμένο)

Ουσιαστικό 2

[επεξεργασία]

σου ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Αντωνυμίες - Χατζησαββίδης Σωφρόνης. Χατζησαββίδου Αθανασία. Γραμματική νέας ελληνικής γλώσσας Γυμανσίου



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

σου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
η προσωπική αντωνυμία
  α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
πτώσεις ενικός
ονομαστική ἐγώ σύ
γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
αιτιατική ἐμέ, με σέ, σει ()
κλητική (οὗτος) (αὕτη)
πτώσεις πληθυντικός
ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
δοτική ἡμῖν ὑμῖν (σφίσι(ν))
αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
κλητική
πτώσεις δυϊκός
α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστ.αιτιατ. νώ, νῶϊ σφώ, σφῶϊ
γενική-δοτική νῷν σφῷν
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες