σκύλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκύλα | οι | σκύλες |
γενική | της | σκύλας | — | |
αιτιατική | τη | σκύλα | τις | σκύλες |
κλητική | σκύλα | σκύλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη σκύλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκύλα θηλυκό
- ο θηλυκός σκύλος → δείτε τη λέξη
- (υβριστικά) πολύ σκληρή γυναίκα, χωρίς αισθήματα
- εργαλείο παρόμοιο με πένσα, με ρυθμιζόμενο άνοιγμα και ειδικό μηχανισμό ο οποίος παρέχει τη δυνατότητα να παραμένει σφιχτό
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σκύλα | ||
γενική | των | σκύλων | ||
αιτιατική | τα | σκύλα | ||
κλητική | σκύλα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκύλα < ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σκύλον < αρχαία ελληνική σκῦλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκύλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκύλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)