πατρωνυμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατρωνυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πατρωνυμικός < (ελληνιστική κοινή) πατρωνυμικός. Αναλύεται σε πατρ- + ουδέτερο του -ωνυμικός. Εννοείται το ουσιαστικό όνομα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατρωνυμικό ουδέτερο
- επώνυμο ή όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα του πατέρα (το πατρώνυμο)
- (γραμματική) όνομα που παράγεται από το όνομα του πατέρα ή προγόνου και δηλώνει το παιδί ή τον απόγονο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- (στη ρωσική γλώσσα) το πατρωνυμικό είναι μέρος του ονόματος και χρησιμοποιείται, και επίσημα, και ανεπίσημα. Ο Αλεξάντρ Πούσκιν, γιος του Σεργκέι, καταγράφεται επίσημα ως «Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς Πούσκιν» και σε οικείο ύφος καλείται «Αλεξάντρ Σεργκέγιεβιτς» (Σεργκέγιεβιτς, πατρωνυμικό από το Σεργκέι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μητρωνυμικό
- → δείτε τις λέξεις πατρώνυμο, πατέρας και όνομα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- patronymic στην αγγλική Βικιπαίδεια (πατρωνυμικά σε διάφορες γλώσσες)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατρωνυμικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]πατρωνυμικό
- αιτιατική ενικού του πατρωνυμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πατρωνυμικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πατρ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωνυμικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)