παθητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παθητικός < αρχαία ελληνική παθητικός < πάσχω
Επίθετο
[επεξεργασία]παθητικός
- που είναι γεμάτος πάθος
- παθητική μουσική υπόκρουση
- που δέχεται εξωτερικά γεγονότα, πιέσεις κλπ χωρίς να αντιδρά
- η παθητική στάση αυτού του ανθρώπου με εκνευρίζει
- (γραμματική) για ρηματικό τύπο που δείχνει ότι το υποκείμενο δέχεται ενέργεια, παθαίνει κάτι
- ρήματα παθητικής διάθεσης