πάγουρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάγουρος οι πάγουροι
      γενική του πάγουρου
παγούρου
των πάγουρων
παγούρων
    αιτιατική τον πάγουρο τους πάγουρους
παγούρους
     κλητική πάγουρε πάγουροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάγουρος < αρχαία ελληνική πάγουρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάγουρος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάγουρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάγουρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάγουρος αρσενικό (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό στην ποντιακή διάλεκτο)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πάγουρος οἱ πάγουροι
      γενική τοῦ παγούρου τῶν παγούρων
      δοτική τῷ παγούρ τοῖς παγούροις
    αιτιατική τὸν πάγουρον τοὺς παγούρους
     κλητική ! πάγουρε πάγουροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παγούρω
γεν-δοτ τοῖν  παγούροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πάγουρος < πάγος + οὐρά
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: pagurus, οθωμανικά τουρκικά: پاغوریه (pağurya), νέα ελληνικά: πάγουρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πάγουρος αρσενικό

  • (θαλάσσιο ζώο) ο κάβουρας
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 606 (606-607)
    ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς, | εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
    Κι αντίς τριφύλλι τρώγανε χοντρά καβούρια, | όποιο έβγαινε στη στεριά το ᾽πιαναν ή τα τσάκωναν στον βυθό της θάλασσας.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 4, 2 @scaife.perseus
    Μέγιστον μὲν οὖν ἐστὶν ἃς καλοῦσι μαίας, δεύτερον δὲ οἵ τε πάγουροι καὶ οἱ Ἡρακλεωτικοὶ καρκίνοι, ἔτι δ’ οἱ ποτάμιοι· οἱ δ’ ἄλλοι ἐλάττους καὶ ἀνωνυμώτεροι.
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 1.609 @scaife.perseus
    ὁλκοὶ πουλυπόδων οὐδʼ ἀστακοὶ οὐδὲ πάγουροι·
     συνώνυμα: καρκίνος

Συγγενικά

[επεξεργασία]