ουδέτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ουδέτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οὐδέτερος < οὐδ' ἕτερος "ούτε ο άλλος" και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική neutre
Επίθετο
[επεξεργασία]ουδέτερος -η -ο
- που δεν παίρνει θέση, που δεν τάσσεται υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης σχετικά με ένα θέμα, ο αμέτοχος, ο αδιάφορος
- ουδέτερη άποψη
- ουδέτερο έδαφος
- (κατ' επέκταση) για κράτος (ή χώρα) που παραμένει αμέτοχο σε πόλεμο
- (γραμματική) → δείτε τη λέξη ουδέτερο
- (χημεία) για διάλυμα που δεν είναι ούτε όξινο ούτε αλκαλικό
- αμερόληπτος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουδέτερος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)