ντόκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ντόκος | οι | ντόκοι |
γενική | του | ντόκου | των | ντόκων |
αιτιατική | τον | ντόκο | τους | ντόκους |
κλητική | ντόκε | ντόκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντόκος αρσενικό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) άλλη μορφή του ντοκ
- ※ Λίγο ακόμα και το βαπόρι θα γινόταν κομμάτια πάνω στον ντόκο. (Αντώνης Σουρούνης (1983) Να είσαι και να μην είσαι [διήγημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντόκος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)