ντραμιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντραμιέρα θηλυκό
- μεγάλα σκάγια φυσιγγιών που τα χρησιμοποιούν για να κυνηγούν μεγάλα θηράματα
- (σπάνιο) (προφορικό) (μουσικό όργανο) το/η ντραμ κιτ/το ντραμ σετ/τα ντραμς/η ντραμς/η τυμπανιέρα