μπαρμπούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπαρμπούνι τα μπαρμπούνια
      γενική του μπαρμπουνιού των μπαρμπουνιών
    αιτιατική το μπαρμπούνι τα μπαρμπούνια
     κλητική μπαρμπούνι μπαρμπούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Mullus surmuletus

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπαρμπούνι < (άμεσο δάνειο) βενετική barbon < ιταλική barba < λατινική barba < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰardʰeh₂- (γένι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπαρμπούνι ουδέτερο

  1. (ψάρι) είδος ακανθοπτέρυγου ψαριού με χρώμα ερυθρωπό, με μήκος έως 35 εκατοστά (τρίγλη η μυστακοφόρος -trigla barbatus και Mullus surmuletus) του γένους Τρίγλη (Trigla) και της οικογενείας των τριγλιδών (Triglidae)
    ※  Οι ψαράδες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους με πανηγυρικό τρόπο, ίσως λόγω της ημέρας. Οι ταβλάδες γεμάτοι ψάρια κι ο κόσμος περνούσε συγκρίνοντας τις τιμές. Εκατόν σαράντα γρόσια τα σκουμπριά, που τα περισσότερα βέβαια ήταν κολιοί, εκατό οι μαρίδες, εκατόν σαράντα τα σαυρίδια, διακόσια ογδόντα οι αθερίνες, εξήντα η μία παλαμίδα, διακόσια σαράντα τα τεκίρια που τα έδιναν για μπαρμπούνια, τριακόσια σαράντα το καλκάνι. Η δυνατή φωνή ενός όμορφου ψαρά λίγο πιο κάτω την έκανε να στραφεί προς τα εκεί.
    Μαίρη Μαγουλά, Κύματα του Βοσπόρου, αρχική δημοσίευση: (2015), εκδόσεις: Μεταίχμιο, ISBN 9786180303155, @google.gr/books
  2. (φυτό) (συνήθως στον πληθυντικό) είδος φασολιού με ερυθρωπά στίγματα
     συνώνυμα: μπαρμπουνοφάσουλο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]