μοίρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μοῖρα, Μοίρα, Μοῖρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοίρα οι μοίρες
      γενική της μοίρας των μοιρών
    αιτιατική τη μοίρα τις μοίρες
     κλητική μοίρα μοίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τόξα κύκλου, μεγέθους 90 και 45 μοιρών αντίστοιχα.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοίρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μοῖρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μοί‐ρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοίρα θηλυκό

  1. το μερίδιο, το μερτικό
    Ο εκλιπών δεν προνόησε στη διαθήκη του για τα παιδιά του, αυτά όμως θα διεκδικήσουν τη νόμιμη μοίρα τους.
    → δείτε την έκφραση  δεν έχει στον ήλιο μοίρα
  2. το πεπρωμένο, το γραφτό, το ριζικό
    Κανείς δεν ξέρει τι του επιφυλάσσει η μοίρα.
    → δείτε την παροιμία  όπου φτωχός κι η μοίρα του
    1. (κατ’ επέκταση) ο προορισμός
    2. (κατ’ επέκταση) το τέλος ή ο θάνατος
      Η μοίρα αυτού του νεοκλασικού κτηρίου ήταν να καταλήξει ένας σωρός από μπάζα.
  3. (ανατομία) τμήμα της σπονδυλικής στήλης
    θωρακική μοίρα, οσφυϊκή μοίρα
  4. (γεωμετρία) μονάδα μέτρησης τόξων ή γωνιών, ίση με το 1/360 του κύκλου (συμβολίζεται με °)
    Η ορθή γωνία ισούται με 90 μοίρες.
  5. (ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη Μοίρα
  6. (στρατιωτικός όρος) μονάδα του πυροβολικού, των ειδικών δυνάμεων, του ναυτικού ή της αεροπορίας
    Δύο μοίρες καταδιωκτικών απογειώθηκαν για να αποκρούσουν την εισβολή στον εναέριο χώρο μας.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
μοιρ- 

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]