κοσμοξάκουστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κοσμοξάκουστος, -η, -ο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- κοσμοξακουστός, -ή, -ό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ακούω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοσμοξάκουστος