κατάρρευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάρρευση | οι | καταρρεύσεις |
γενική | της | κατάρρευσης* | των | καταρρεύσεων |
αιτιατική | την | κατάρρευση | τις | καταρρεύσεις |
κλητική | κατάρρευση | καταρρεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταρρεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάρρευση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κατάρρευ(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική καταρρέω < κατά- + ῥέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈta.ɾef.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τάρ‐ρευ‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάρρευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταρρέω
- η πτώση, το πέσιμο, το σώριασμα
- το γκρέμισμα ως το έδαφος, η ολοκληρωτική πτώση
- (μεταφορικά) η καταστροφή, η αποτυχία, η πτώση
- (μεταφορικά) ο ψυχικός κλονισμός, η απώλεια του κουράγιου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάρρευση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κατάρρευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)