καλιφόρνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
|
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλιφόρνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική californium < αγγλική California (Καλιφόρνια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.liˈfoɾ.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λι‐φόρ‐νι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καλιφόρνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) ραδιενεργό, μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις ακτινίδες, με ατομικό αριθμό 98 και χημικό σύμβολο το Cf
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καλιφόρνιο | τα | καλιφόρνια |
γενική | του | καλιφόρνιου & καλιφορνίου |
των | καλιφόρνιων & καλιφορνίων |
αιτιατική | το | καλιφόρνιο | τα | καλιφόρνια |
κλητική | καλιφόρνιο | καλιφόρνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλιφόρνιο
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)