κάστανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κάστανο | τα | κάστανα |
γενική | του | κάστανου | των | κάστανων |
αιτιατική | το | κάστανο | τα | κάστανα |
κλητική | κάστανο | κάστανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κάστανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κάστανον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈka.sta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐στα‐νο
- τονικό παρώνυμο: καστανό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κάστανο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά:
- δεν τρέχει κάστανο:
- ≈ συνώνυμα: (εντονότερο) δεν τρέχει τίποτα
- δε χαρίζω κάστανα: εκφράζει τη μη ύπαρξη επιείκειας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κάστανο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)