εκπομπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπομπή | οι | εκπομπές |
γενική | της | εκπομπής | των | εκπομπών |
αιτιατική | την | εκπομπή | τις | εκπομπές |
κλητική | εκπομπή | εκπομπές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπομπή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπομπή (αποστολή προς τα έξω) < ἐκπέμπω < πέμπω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική émission [1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκπομπή θηλυκό
- η παραγωγή, απελευθέρωση και διάχυση στον περιβάλλοντα χώρο σωματιδίων, ρύπων, ενέργειας, ακτινοβολίας κ.ά.
- η μετάδοση μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ραδιοτηλεοπτικού σήματος και προγράμματος
- το πρόγραμμα που εκπέμπεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Βίντεο
[επεξεργασία]- Emission spectrum of hydrogen[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάχυση στον περιβάλλοντα χώρο
μετάδοση προγράμματος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκπομπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)