διαβαθμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαβαθμίζω < διά + βαθμός + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) graduer)

διαβαθμίζω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]