δευτεροκλασάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δευτεροκλασάτος < δεύτερ(ος) + -ο- + κλάσ(η) + -άτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðe.fte.ɾo.klaˈsa.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δευ‐τε‐ρο‐κλα‐σά‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]δευτεροκλασάτος, -η, -ο
- (οικείο) που κατατάσσεται σε μια δεύτερη κατηγορία, που είναι κάπως κατώτερος
- ※ Και ενώ το δημογραφικό θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελλάδας, το οποίο μπορεί να τινάξει στον αέρα ακόμη και την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της χώρας, αλγεινή εντύπωση προκαλεί ότι για πολλά χρόνια η ποιοτική διαχείριση των διαθεσίμων των Ταμείων δεν αντιμετωπίστηκε με τον πρέποντα σεβασμό, καθώς συχνά δευτεροκλασάτα πολιτικά στελέχη με ελάχιστες γνώσεις είχαν λόγο στις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων. (* εφημερία Το Βήμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πρωτοκλασάτος
- → και δείτε τις λέξεις δεύτερος, δύο και κλάση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ξένος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άτος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)