γλαυκῶπις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γλαυκῶπις-ιδος (και ουσιαστικό)
- επίθετο της Αθηνάς για το αστραφτερό βλέμμα και κατ' άλλος για το γκριζογάλανο χρώμα των ματιών, πιθανόν και με τις δύο έννοιες (δείτε και τη λέξη γλαυκός για την αντίστοιχη ασάφεια και ποικιλία εννοιών)
- Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα
- πολίοχον Γλαυκώπιδα
- τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
- οὐδὲ Ποσειδάων οὐδὲ γλαυκώπιδι κούρῃ
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αιτιατική γλαυκῶπιν και γλαυκώπιδα
- επίσης ονομαστική γλαυκώψ