βιονική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιονική | οι | βιονικές |
γενική | της | βιονικής | των | βιονικών |
αιτιατική | τη | βιονική | τις | βιονικές |
κλητική | βιονική | βιονικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιονική < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική bionics < bio- (<αρχαία ελληνική βίος) + electronics (< electron < electric < νεολατινική electricus < electrum < αρχαία ελληνική ἤλεκτρον / ἤλεκτρος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιονική θηλυκό
- τεχνολογικός κλάδος που προσπαθεί να εφαρμόσει αρχές και μεθόδους της βιολογίας σε (ηλεκτρονικές) μηχανές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)