βάθη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βάθη, βαθύ, Βαθύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα βάθη
      γενική των βαθών
    αιτιατική τα βάθη
     κλητική βάθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βάθη (ουσιαστικοποιημένο) πληθυντικός του βάθος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βάθη ουδέτερο στον πληθυντικό

  • το βαθύτερο μέρος ή τμήμα κάποιου πράγματος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

βάθη ουδέτερο