αρναούτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρναούτης αρσενικό (παρωχημένο)
- ο μισθοφόρος πολεμιστής των Βαλκανίων ανεξαρτήτως εθνότητας
- (μεταφορικά) χωρίς καλούς τρόπους, άξεστος, άγριος (θηλυκό αρναούτισσα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αρναούτικος
- → και δείτε τη λέξη Αρναούτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρναούτης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Ι. Χλωρού, Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, τομ. Α' (Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο, 1899), σ. 66.