αρναούτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αρναούτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρναούτης οι αρναούτηδες
      γενική του αρναούτη των αρναούτηδων
    αιτιατική τον αρναούτη τους αρναούτηδες
     κλητική αρναούτη αρναούτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρναούτης < τουρκική Arnavut (ο Αλβανός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρναούτης αρσενικό (παρωχημένο)

  1. ο μισθοφόρος πολεμιστής των Βαλκανίων ανεξαρτήτως εθνότητας
  2. (μεταφορικά) χωρίς καλούς τρόπους, άξεστος, άγριος (θηλυκό αρναούτισσα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]