αθρεψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθρεψία | οι | αθρεψίες |
γενική | της | αθρεψίας | των | αθρεψιών |
αιτιατική | την | αθρεψία | τις | αθρεψίες |
κλητική | αθρεψία | αθρεψίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθρεψία < μεσαιωνική ελληνική ἀθρεψία < ἀ- + θρέψις + -ία ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) athrepsie (fr))
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθρεψία θηλυκό