αδέσποτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδέσποτος < α- στερητικό + δεσπότης (κύριος) (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδέσποτος
Επίθετο
[επεξεργασία]αδέσποτος -η -ο
- (για ζώα) που δεν έχει αφεντικό και δεν ελέγχει κανείς τις κινήσεις του
- ⮡ αδέσποτος σκύλος
- που είναι άγνωστης πηγής, προέλευσης
- ⮡ αδέσποτη σφαίρα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- αδέσποτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αδέσποτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)