αγγειοπιεσίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειοπιεσίνη < αγγείο + -ο- + πίεση + -ίνη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική vasopressin)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειοπιεσίνη θηλυκό
- (ιατρική) ορμόνη που παράγεται στον υποθάλαμο και αποθηκεύεται στη νευροϋπόφυση, ρυθμίζοντας την κατακράτηση νερού από τους νεφρούς και συμβάλλοντας στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης μέσω αγγειοσύσπασης
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειοπιεσίνη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίνη (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)