αγγειογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγγειογένεση | οι | αγγειογενέσεις |
γενική | της | αγγειογένεσης* | των | αγγειογενέσεων |
αιτιατική | την | αγγειογένεση | τις | αγγειογενέσεις |
κλητική | αγγειογένεση | αγγειογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγγειογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειογένεση < (λόγιο δάνειο) αγγλική angiogenesis.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + -γένεση.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειογένεση θηλυκό
- (ιατρική) η διαδικασία σχηματισμού και ανάπτυξης νέων αιμοφόρων αγγείων
- ※ Με βάση την καινούργια γνώση που προέκυψε από πειράματα σε ποντίκια ελπίζεται ότι θα αναπτυχθεί μια ουσία η οποία θα σταματά την αγγειογένεση των όγκων, αποτελώντας έτσι αποτελεσματική θεραπεία για τον καρκίνο.
- «Φρένο» στην αγγειογένεση του καρκίνου, Το Βήμα, 12 Ιανουαρίου 2010
- ※ Με βάση την καινούργια γνώση που προέκυψε από πειράματα σε ποντίκια ελπίζεται ότι θα αναπτυχθεί μια ουσία η οποία θα σταματά την αγγειογένεση των όγκων, αποτελώντας έτσι αποτελεσματική θεραπεία για τον καρκίνο.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγγειογενετικός
- αντιαγγειογένεση
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και γίνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειογένεση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγειογένεση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γένεση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)