αγγειογένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειογένεση οι αγγειογενέσεις
      γενική της αγγειογένεσης* των αγγειογενέσεων
    αιτιατική την αγγειογένεση τις αγγειογενέσεις
     κλητική αγγειογένεση αγγειογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγγειογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αγγειογένεση < (λόγιο δάνειο) αγγλική angiogenesis.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αγγειο- + -γένεση.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐γέ‐νε‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αγγειογένεση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αγγειογένεσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)