αγαπητός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαπητός | η | αγαπητή | το | αγαπητό |
γενική | του | αγαπητού | της | αγαπητής | του | αγαπητού |
αιτιατική | τον | αγαπητό | την | αγαπητή | το | αγαπητό |
κλητική | αγαπητέ | αγαπητή | αγαπητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαπητοί | οι | αγαπητές | τα | αγαπητά |
γενική | των | αγαπητών | των | αγαπητών | των | αγαπητών |
αιτιατική | τους | αγαπητούς | τις | αγαπητές | τα | αγαπητά |
κλητική | αγαπητοί | αγαπητές | αγαπητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγαπητός < (ελληνιστική κοινή) ἀγαπητός
Επίθετο
[επεξεργασία]αγαπητός, -ή, -ό
- που τον αγαπούν οι άλλοι, που τον συμπαθούν
- είναι άνθρωπος γενικά πολύ αγαπητός
- χρησιμοποιείται και ως προσφώνηση
- αγαπητοί μου συνεργάτες
- (θρησκεία) εκλεκτός, προσφιλής
- ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα (Ματθ. γ΄, 17)