αβελτερία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβελτερία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀβελτερία[1] < ἀβέλτερος < ἀ- + βέλτιον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vel.teˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βελ‐τε‐ρί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβελτερία θηλυκό
- ανοησία, μωρία
- ※ Όσο πιο φτωχή και «ανόητη» είναι η γλώσσα τόσο πιο αποκαλυπτική είναι η αβελτερία του ατόμου.
- Μαρία Πετροπούλου, Τα «αντίδοτα» της αγλωσσίας, Το Βήμα, 9 Φεβρουαρίου 2021
- ※ Όσο πιο φτωχή και «ανόητη» είναι η γλώσσα τόσο πιο αποκαλυπτική είναι η αβελτερία του ατόμου.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβελτηρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αβελτηρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)