αβγόφετα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈvɣo.fe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βγό‐φε‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβγόφετα θηλυκό
- (γαστρονομία) φέτα ψωμιού που την έχουν βουτήξει σε χτυπημένο αβγό (και άλλα υλικά (τυρί, γάλα κ.λπ.) και την έχουν τηγανίσει
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβγόφετα