ίγκμπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ίγκμπο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κωδικός γλώσσας: ig
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Γλώσσα ίγκμπο |
ίγκμπο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό άκλιτο