Αγιότρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αγιότρηση | οι | Αγιοτρήσεις |
γενική | της | Αγιότρησης* | των | Αγιοτρήσεων |
αιτιατική | την | Αγιότρηση | τις | Αγιοτρήσεις |
κλητική | Αγιότρηση | Αγιοτρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αγιοτρήσεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αγιότρηση < παρετυμολογία της λέξης γεώτρηση[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈʝo.tɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐γιό‐τρη‐ση
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αγιότρηση θηλυκό
- περιοχή της Αττικής, κοντά στα Νέα Λιόσια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Παρετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Περιοχές της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)