doom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ουσιαστικό

doom (en)

  1. αίσθηση επερχόμενου κινδύνου
  2. ο θάνατος, η μοίρα
  3. ζωγραφική απεικόνιση της Δευτέρας Παρουσίας

Ρήμα

doom (en)

  1. καταδικάζω σε τρομερή μοίρα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης