chip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενικός | πληθυντικός |
chip | chips |
Ουσιαστικό
chip (en)
- μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο
- (γαστρονομία) πατατάκι (συνήθως στον πληθυντικό)
- (ηλεκτρονική) τσιπάκι
- (παίγνια) μάρκα πονταρίσματος
Παράγωγα
- (πληροφορική) chipset
Ρήμα
ενεστώτας | chip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chips |
αόριστος | chipped |
παθητική μετοχή | chipped |
ενεργητική μετοχή | chipping |
chip (en)
- κόβω σε μικρά κομματάκια
Ρουμανικά (ro)
Ουσιαστικό
chip (ro)