chip

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
      ενικός         πληθυντικός  
chip chips
Chips πατάτας (βρετανικό).
Chips πατάτας (αμερικανικό).

Ουσιαστικό

chip (en)

  1. μικρό κομματάκι από κάτι μεγαλύτερο
  2. (γαστρονομία) πατατάκι (συνήθως στον πληθυντικό)
    1. (βρετανικό) σε σχήμα λεπτού ορθογώνιου
       συνώνυμα: french fry
    2. (ΗΠΑ) συνήθως σε σχήμα ροδέλας
  3. (ηλεκτρονική) τσιπάκι
     συνώνυμα: integrated circuit, microchip
  4. (παίγνια) μάρκα πονταρίσματος

Παράγωγα

Ρήμα

ενεστώτας chip
γ΄ ενικό ενεστώτα chips
αόριστος chipped
παθητική μετοχή chipped
ενεργητική μετοχή chipping

chip (en)

  • κόβω σε μικρά κομματάκια

Ουσιαστικό

chip (ro)