order

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 22:54, 25 Απριλίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
order < μέση αγγλική ordre < παλαιά γαλλική ordre, ordne, ordene < λατινική ordinem < ordo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
order orders

order (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τάξη, ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα ή τα πράγματα τοποθετούνται μεταξύ τους
    in alphabetical/chronological order - με αλφαβητική/χρονολογική τάξη
  2. (μη μετρήσιμο) η τάξη, το να είναι προσεκτικά και τακτοποιημένα
    I will put everything in order!
    Θα τα βάλω όλα σε τάξη!
    I am a man who likes order.
    Είμαι άνθρωπος που του αρέσει η τάξη.
  3. (μη μετρήσιμο) η τάξη, η κατάσταση που υπάρχει όταν οι άνθρωποι υπακούουν σε νόμους, κανόνες ή αρχή
    He is accused of disturbing public order.
    Κατηγορείται για διασάλευση της δημόσιας τάξης.
  4. η διαταγή
  5. η παραγγελία
  6. η τάξη, ταξινομική κατηγορία που συνενώνει συγγενείς μεταξύ τους οικογένειες
  7. η σειρά
    ... after serving an unlikely apprenticeship as a civil servant, rock and roll guitarist, shop owner and disc jockey - though not necessarily in that order (από το δικτυακό τόπο του BBC)
  8. τάγμα (θρησκευτικό)
  9. (μαθηματικά) διάταξη

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας order
γ΄ ενικό ενεστώτα orders
αόριστος ordered
παθητική μετοχή ordered
ενεργητική μετοχή ordering

order (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραγγέλλω, ζητώ κάτι να φάω ή να πιω σε εστιατόριο, μπαρ κτλ.
    For the first dish we ordered soup.
    Για πρώτο πιάτο παραγγείλαμε σούπα.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) παραγγέλλω, ζητώ να γίνουν εμπορεύματα ή να παρασχεθεί υπηρεσία.
    I ordered a couch and a table from the furniture maker.
    Παρήγγειλα στον επιπλοποιό έναν καναπέ κι ένα τραπέζι.
  3. (μεταβατικό) διατάζω
    He did as they ordered him to.
    Έκανε όπως τον διέταξαν.
    The doctor ordered a month’s rest.
    Ο γιατρός διέταξε ένα μήνα ανάπαυση.
    The chairman ordered silence.
    Ο Πρόεδρος διέταξε σιωπή.
    He ordered us to attack.
    Διέταξε να επιτεθούμε.
    The policeman ordered the crowd to move back.
    Ο αστυφύλακας διέταξε το πλήθος να κάνει πίσω.
     συνώνυμα:  command και direct
  4. τακτοποιώ