nos

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 16:59, 10 Απριλίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) ({{-la-}}: {{infl|la|ego|c=na|n=p}})
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (bs)



Αντωνυμία

[επεξεργασία]

nos (fr)

  • κτητική αντωνυμία, χρησιμοποιείται όταν υπάρχουν πολλά υποκείμενα και πολλά αντικείμενα: μας



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

nos (es)

προσωπικές αντωνυμίες στα ισπανικά
αριθμός πρόσωπο γένος ονομαστική αιτιατική δοτική αυτοπαθής τονιζόμενη
ενικός 1ο yo me
2ο te ti
3ο αρσενικό él lo le se él
θηλυκό ella la ella
πληθυντικός 1ο αρσενικό nosotros nos nosotros
θηλυκό nosotras nosotras
2ο αρσενικό vosotros os vosotros
θηλυκό vosotras vosotras
3ο αρσενικό ellos los les se ellos
θηλυκό ellas las ellas



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (hr) αρσενικό



Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

nos (la)

Προσωπική Αντωνυμία
ενικός
πτώση α' πρόσωπο β' πρόσωπο γ' πρόσωπο
ονομαστική ego tu -
γενική mei tui sui
δοτική mihi tibi sibi
αιτιατική me te se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) me (a) te (a) se
πτώση πληθυντικός
ονομαστική nos vos -
γενική nostri & nostrum vestri & vestrum sui
δοτική nobis vobis sibi
αιτιατική nos vos se
κλητική - - -
αφαιρετική (a) nobis (a) vobis (a) se



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (sr)

  • λατινική γραφή του нос



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (sk) αρσενικό



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nɔs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nos (cs) αρσενικό