poire
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- poire < Πρότυπο:ετυμ δημ la pira, πληθυντικός του κλασικού pirum
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
poire | poires |
poire (fr) θηλυκό
- το αχλάδι
- αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
- (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
- il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
- (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
Εκφράσεις
- être la poire: είμαι το θύμα
- être poire: παραείμαι υπομονητικός
- se sucer la poire: φιλιέμαι