poire

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 18:48, 24 Ιανουαρίου 2017 από τον UT-interwiki-Bot (συζήτηση | συνεισφορές) (Ρομπότ: Προσθήκη: eo:poire)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

poire < Πρότυπο:ετυμ δημ la pira, πληθυντικός του κλασικού pirum

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
poire poires

poire (fr) θηλυκό

  1. το αχλάδι
  2. αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
  3. (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
    il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
  4. (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
    mais quelle poire, celui-là ! - μα τι χαζός που είναι!
     συνώνυμα: naïf, dupe

Εκφράσεις

Συγγενικά