υπομονητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπομονητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπομονητικός < ὑπομένω
Επίθετο
[επεξεργασία]υπομονητικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπομονητικός
→ δείτε τη λέξη υπομονετικός |