poire: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|la-vul|fr|pira}}, πληθυντικός του κλασικού [[pirum]] |
||
==={{ουσιαστικό|fr}}=== |
==={{ουσιαστικό|fr}}=== |
Αναθεώρηση της 16:41, 15 Αυγούστου 2019
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- poire < δημώδης λατινική pira, πληθυντικός του κλασικού pirum
Ουσιαστικό
ενικός | πληθυντικός |
poire | poires |
poire (fr) θηλυκό
- το αχλάδι
- αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
- (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
- il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
- (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
Εκφράσεις
- être la poire: είμαι το θύμα
- être poire: παραείμαι υπομονητικός
- se sucer la poire: φιλιέμαι