poire: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +eu:poire
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +az:poire
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
* [[poirier]]
* [[poirier]]


[[az:poire]]
[[ca:poire]]
[[ca:poire]]
[[cs:poire]]
[[cs:poire]]

Αναθεώρηση της 04:33, 16 Οκτωβρίου 2010

Ετυμολογία

poire < Πρότυπο:ετυμ δημ la pira, πληθυντικός του κλασικού pirum

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
poire poires

poire (fr) θηλυκό

  1. το αχλάδι
  2. αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
  3. (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
    il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
  4. (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
    mais quelle poire, celui-là ! - μα τι χαζός που είναι!
     συνώνυμα: naïf, dupe

Εκφράσεις

Συγγενικά